- προβλέψιμος
- -η, -ο, Ναυτός που είναι δυνατόν να προβλεφθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβλεψις. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
10 Hronia Mazi — 10 H.M. Studio album by Despina Vandi Released December 6, 2007 (see … Wikipedia